Την Παρασκευή 5/4 παρουσιάστηκε, με πρωτοβουλία της κίνησης "γη & ελευθερία", στο καφέ "ΜΠΛΕ ΓΙΑΚΑΣ" (Σέρρες) η ποιητική συλλογή του Παύλου Μουρουζίδη "Τα σκαρπίνια".
Την παρουσίαση έκανε ο Αθανάσιος Μπόϊκος, ενώ ο συγγραφέας διάβασε αποσπάσματα από διηγήματά του. Ακολούθησε ενδιαφέρουσα συζήτηση
Το κείμενο της παρουσίασης:
Ο Παύλος Μουρουζίδης μεγάλωσε στην Πτολεμαΐδα.
Είναι πτυχιούχος χημικός μηχανικός (Α.Π.Θ.) και εργάζεται στο χώρο της
ηλεκτροπαραγωγής, σε εργοστάξια νέων ΑΗΣ ανά τη χώρα.
Το 2015 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Συστηματική Φιλοσοφία Κοινωνικών Επιστημών (Α.Π.Θ.). Είναι τακτικός συνεργάτης στην περιοδική πολιτική επιθεώρηση "Τετράδια Μαρξισμού", ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εβδομαδιαίες ("Πριν") και επαρχιακές εφημερίδες.
Το 2015 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Συστηματική Φιλοσοφία Κοινωνικών Επιστημών (Α.Π.Θ.). Είναι τακτικός συνεργάτης στην περιοδική πολιτική επιθεώρηση "Τετράδια Μαρξισμού", ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εβδομαδιαίες ("Πριν") και επαρχιακές εφημερίδες.
«τα Σκαρπίνια» είναι το άβολο καλούπι της
εκμετάλλευσης που υφίστανται όλοι οι εργαζόμενοι, ειδικά της περιοχής μας
(Πτολεμαΐδα) στο χώρο της ΔΕΗ και των ορυχείων».
Αυτό επεσήμανε ο Παύλος Μουρουζίδης σε μια πρόσφατη παρουσίαση της συλλογής στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Αυτό επεσήμανε ο Παύλος Μουρουζίδης σε μια πρόσφατη παρουσίαση της συλλογής στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Όταν η βιοτική ανάγκη και μέριμνα των εργατών
γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο κεντάει ανελέητα η βελόνα της εκμετάλλευσης.
Κάθε βελονιά οδύνη και αίμα. Βλαστήμιες, κατάρες, πνιχτή οργή και κάποιες
σκέψεις … σκέψεις αδύναμες, αποσπασματικές, φευγαλέες. Η καθημερινή βαρβαρότητα
καταβροχθίζει σώματα, ψυχές, ελεύθερο χρόνο και χρόνο γενικώς· το χρόνο της
ζωής.
Ο Παύλος Μουρουζίδης, στη συλλογή των 11 διηγημένων υπό το γενικό τίτλο «Τα Σκαρπίνια», μας εντοπίζει στο χώρο και το χρόνο. Η περιοχή της Πτολεμαΐδας είναι το επίκεντρο, στις δεκαετίες τις ποτισμένες ως το μεδούλι με το βραδυφλεγές δηλητήριο των νικητών του εμφυλίου, αλλά και τον αγώνα και την αγωνία των νικημένων για ζωή, αξιοπρέπεια και καθαρό αέρα. Οι επιβλητικοί πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην εικόνα του εξωφύλλου, ξεθωριάζουν προοπτικά και στο βάθος η μονάδα παραγωγής μόλις που διακρίνεται μες στη βαριά της ατμόσφαιρα, που ξέρει ν’ απορροφά και να κρύβει θανάτους κι αναστεναγμούς.
Ο Παύλος Μουρουζίδης, στη συλλογή των 11 διηγημένων υπό το γενικό τίτλο «Τα Σκαρπίνια», μας εντοπίζει στο χώρο και το χρόνο. Η περιοχή της Πτολεμαΐδας είναι το επίκεντρο, στις δεκαετίες τις ποτισμένες ως το μεδούλι με το βραδυφλεγές δηλητήριο των νικητών του εμφυλίου, αλλά και τον αγώνα και την αγωνία των νικημένων για ζωή, αξιοπρέπεια και καθαρό αέρα. Οι επιβλητικοί πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην εικόνα του εξωφύλλου, ξεθωριάζουν προοπτικά και στο βάθος η μονάδα παραγωγής μόλις που διακρίνεται μες στη βαριά της ατμόσφαιρα, που ξέρει ν’ απορροφά και να κρύβει θανάτους κι αναστεναγμούς.
Η συλλογή ανοίγει με την ένδοξη περίοδο της
χούντας. Στο «Φωτεινό μονοπάτι» περιγράφεται με σαρκασμό η πιο αληθινή παρέλαση
της επταετίας.
«Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός», με παντιέρα το βρακί της Μαρίτσας και το πηλίκιο του ενωμοτάρχη.
Αμέσως μετά η μικρή Αλεξάνδρα ονειρεύεται τη μεγάλη απόδραση από την πνιγηρή ατμόσφαιρα των θαμώνων ενός καφενείου, όπου της έλαχε να ζει. Κομμουνιστοφάγοι, ταγματασφαλίτες και γερμανοτσολιάδες, ο μετεμφυλιακός «εθνικός κορμός».
Στης «Αλφαβήτας τα μισά» καταγράφονται οι ανοιχτοί λογαριασμοί μας με την ιστορία. Πού θα πάει, θα τα μάθουμε και τα 24 τα ρημάδια τα γράμματα· από το άλφα ως το ωμέγα. Και τότε … ποιος μας πιάνει!
Ένα γομάρι μετά, βουτηγμένο σε ύποπτες μπίζνες –ανάθεμα τη φύτρα του τη γερμονοντυμένη- «άντρας ανατολίτης» να διατάζει την κακόμοιρη Βασούλα: σήκω, κάτσε, φέρε τούτο μωρή, φέρε τ’ άλλο, έλα ‘δω [«ποιος ξέρει πώς το ‘ψησε το κορίτσι»]
Στο «Ανεμοσούρι» παρακολουθούμε τις μεταμορφώσεις της Άννας. Από ολάνθιστο δροσερό λουλούδι σε φάντασμα που βρίσκει παρηγοριά στη «σπαραχτική φωνή της Φέιθφουλ». Τα στραπάτσα της ζωής.
«Φοβού τα σιδεράδικα». Απολαυστικότατο, ιδίως αν ιδωθεί από την οπτική των λούζερς. Αυτοσαρκασμός, απαραίτητο στοιχείο για την παιδεία του αγώνα. Θέτει κι ένα πολύ καλό ερώτημα. Γιατί στα φίτνες κλαμπ και στα εργοτάξια των μποντιμπιλντεράδων τα ηχεία δεν παίζουν Σαββόπουλο;
Με το «Σερρεαλιστικόν» ερχόμαστε στα δικά μας μέρη. Το Σαράντα, ο ΕΛΑΣ, το Παγγαίο, τα Κερδύλια, ο εμφύλιος. Και η κατάρα της μάνας του προδομένου από τον παιδικό του φίλο αντάρτη να πιάνει. Θεία δίκη, το λέει ο λαός μας!
Στο «Σκαρπέλα» έχουμε εκρηκτικές αντιθέσεις και κόντρες ανάμεσα στους εργάτες. Ενδοεργασιακός «πόλεμος» για την εύνοια του αφεντικού. Γνωστή βεβαίως η συνταγή της εργοδοσίας: βάλτε τους εργάτες να φαγωθούν μεταξύ τους. Και μερικές φορές –ή μήπως πολλές;- δεν είναι καθόλου δύσκολο. Τα βράδια όμως στο καφενείο, ο Σκαρπέλας άλλος άνθρωπος … Ψυχή γεμάτη ακραίες αντιφάσεις. Ας μη βιαζόμαστε να κρίνουμε.
Για τα «Σκαρπίνια», το διήγημα που έδωσε και το γενικό τίτλο στη συλλογή, θα πούμε παρακάτω.
Στη «Μετρημένη ζωή», πάλι στο εργοτάξιο. Το πλάνο καθυστέρησε και πρέπει να τρέξουν όλοι, να προλάβουν τις προθεσμίες και τα τελεσίγραφα των αφεντικών. Ένας γάμος ετοιμάζεται. Μια άδεια για το μέλλοντα γαμπρό. Υπό μεγάλη πίεση. Μετρημένη, πράγματι, ζωή. Και για μια ακόμη φορά το μέτρο στα χέρια του χάρου. «Εργατικό ατύχημα»;;;
Στο τέλος, μικρούλης γιος και πατέρας αποχωρίζονται. Η σκληρή ανάγκη της επιβίωσης επιβάλλει τους όρους της πάλι. Πιο πολλοί οι αποχωρισμοί από τα καλωσορίσματα!
«Μπαμπά … μπαμπά, δε θα με ξεχάσεις. Καλά;»
[Να μην ξεχάσουμε το παιδί … να το υπερασπιστούμε, «γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Να μην το ξεχάσουμε, λέω -πρώτα από μέσα μου … στον εαυτό μου].
«Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός», με παντιέρα το βρακί της Μαρίτσας και το πηλίκιο του ενωμοτάρχη.
Αμέσως μετά η μικρή Αλεξάνδρα ονειρεύεται τη μεγάλη απόδραση από την πνιγηρή ατμόσφαιρα των θαμώνων ενός καφενείου, όπου της έλαχε να ζει. Κομμουνιστοφάγοι, ταγματασφαλίτες και γερμανοτσολιάδες, ο μετεμφυλιακός «εθνικός κορμός».
Στης «Αλφαβήτας τα μισά» καταγράφονται οι ανοιχτοί λογαριασμοί μας με την ιστορία. Πού θα πάει, θα τα μάθουμε και τα 24 τα ρημάδια τα γράμματα· από το άλφα ως το ωμέγα. Και τότε … ποιος μας πιάνει!
Ένα γομάρι μετά, βουτηγμένο σε ύποπτες μπίζνες –ανάθεμα τη φύτρα του τη γερμονοντυμένη- «άντρας ανατολίτης» να διατάζει την κακόμοιρη Βασούλα: σήκω, κάτσε, φέρε τούτο μωρή, φέρε τ’ άλλο, έλα ‘δω [«ποιος ξέρει πώς το ‘ψησε το κορίτσι»]
Στο «Ανεμοσούρι» παρακολουθούμε τις μεταμορφώσεις της Άννας. Από ολάνθιστο δροσερό λουλούδι σε φάντασμα που βρίσκει παρηγοριά στη «σπαραχτική φωνή της Φέιθφουλ». Τα στραπάτσα της ζωής.
«Φοβού τα σιδεράδικα». Απολαυστικότατο, ιδίως αν ιδωθεί από την οπτική των λούζερς. Αυτοσαρκασμός, απαραίτητο στοιχείο για την παιδεία του αγώνα. Θέτει κι ένα πολύ καλό ερώτημα. Γιατί στα φίτνες κλαμπ και στα εργοτάξια των μποντιμπιλντεράδων τα ηχεία δεν παίζουν Σαββόπουλο;
Με το «Σερρεαλιστικόν» ερχόμαστε στα δικά μας μέρη. Το Σαράντα, ο ΕΛΑΣ, το Παγγαίο, τα Κερδύλια, ο εμφύλιος. Και η κατάρα της μάνας του προδομένου από τον παιδικό του φίλο αντάρτη να πιάνει. Θεία δίκη, το λέει ο λαός μας!
Στο «Σκαρπέλα» έχουμε εκρηκτικές αντιθέσεις και κόντρες ανάμεσα στους εργάτες. Ενδοεργασιακός «πόλεμος» για την εύνοια του αφεντικού. Γνωστή βεβαίως η συνταγή της εργοδοσίας: βάλτε τους εργάτες να φαγωθούν μεταξύ τους. Και μερικές φορές –ή μήπως πολλές;- δεν είναι καθόλου δύσκολο. Τα βράδια όμως στο καφενείο, ο Σκαρπέλας άλλος άνθρωπος … Ψυχή γεμάτη ακραίες αντιφάσεις. Ας μη βιαζόμαστε να κρίνουμε.
Για τα «Σκαρπίνια», το διήγημα που έδωσε και το γενικό τίτλο στη συλλογή, θα πούμε παρακάτω.
Στη «Μετρημένη ζωή», πάλι στο εργοτάξιο. Το πλάνο καθυστέρησε και πρέπει να τρέξουν όλοι, να προλάβουν τις προθεσμίες και τα τελεσίγραφα των αφεντικών. Ένας γάμος ετοιμάζεται. Μια άδεια για το μέλλοντα γαμπρό. Υπό μεγάλη πίεση. Μετρημένη, πράγματι, ζωή. Και για μια ακόμη φορά το μέτρο στα χέρια του χάρου. «Εργατικό ατύχημα»;;;
Στο τέλος, μικρούλης γιος και πατέρας αποχωρίζονται. Η σκληρή ανάγκη της επιβίωσης επιβάλλει τους όρους της πάλι. Πιο πολλοί οι αποχωρισμοί από τα καλωσορίσματα!
«Μπαμπά … μπαμπά, δε θα με ξεχάσεις. Καλά;»
[Να μην ξεχάσουμε το παιδί … να το υπερασπιστούμε, «γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Να μην το ξεχάσουμε, λέω -πρώτα από μέσα μου … στον εαυτό μου].
Φίλες και φίλοι,
συναγωνιστές και συναγωνίστριες, τα σκαρπίνια δεν μπορούν να περπατήσουν μόνα
τους. Μας καλούν να τα φορέσουμε, κι ας πληγωθούμε στην αρχή.
Τα βιβλία, λένε οι σοφοί, ζωντανεύουν όταν τα διαβάζουμε.
Ε, τότε και τα σκαρπίνια, όταν τα φοράμε.
ΕΔΩ είναι τα σκαρπίνια. ΕΔΩ και ο τσαγκάρης που τα καλούπωσε και τα’ ραψε. Ευκαιρία να μας πει δυο λόγια παραπάνω γι΄αυτό το ζόρικο και απαιτητικό είδος υποδημάτων.
Τα βιβλία, λένε οι σοφοί, ζωντανεύουν όταν τα διαβάζουμε.
Ε, τότε και τα σκαρπίνια, όταν τα φοράμε.
ΕΔΩ είναι τα σκαρπίνια. ΕΔΩ και ο τσαγκάρης που τα καλούπωσε και τα’ ραψε. Ευκαιρία να μας πει δυο λόγια παραπάνω γι΄αυτό το ζόρικο και απαιτητικό είδος υποδημάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου